- ψευδισμός
- οελαττωματική άρθρωση των λέξεων: Του έχει μείνει ένας μικρός ψευδισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψευδισμός — ο, Ν ιατρ. διαταραχή τού προφορικού λόγου που αφορά την άρθρωση και την προφορά, χωρίς εμφανή οργανική βλάβη τών φωνητικών οργάνων, κν. τσεύδισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
τσευδισμός — και τσεβδισμός, ο, Ν [τσευδίζω / τσεβδίζω] ψευδισμός … Dictionary of Greek
ψεύδισμα — ίσματος, το, Ν [ψευδίζω]ψευδισμός … Dictionary of Greek
ψεύδισμα — το, ατος βλ. ψευδισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)